-
1 φυτεια
ἥ1) посадка, насаждение(τῶν δένδρων Xen.)
2) произрастание, прозябание (sc. τοῦ σπόρου Xen.)3) произведение на свет, деторождение Plat.4) посаженное растение NT. -
2 φυτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φυτεία
-
3 φυτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φυτεία
-
4 φυτεία
η1) посадки, насаждения; плантация; 2) см. φύτε(υ)μα -
5 φυτειά
η1) пересаженные растения; 2) молодой виноградник -
6 φυτεία
1. посадка, насаждение; 2. растение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φυτεία
-
7 φυτεία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φυτεία
-
8 φυτεία
[фигиа] ουσ. Θ. насаждение, посадка (растений), плантация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυτεία
-
9 φυτεία
[фигиа] ουσ θ насаждение, посадка (растений), плантация. -
10 αποφυτεια
-
11 εμφυτεια
-
12 5451
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5451
См. также в других словарях:
φυτεία — φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc/acc dual φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείᾳ — φυτείᾱͅ , φυτεία planting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… … Dictionary of Greek
φυτεία — I 1. τα νεαρά φυτά που μεταφυτεύτηκαν και καλλιεργούνται σε χωράφι ή κήπο. 2. το νεαρό αμπέλι πριν ακόμη βγάλει καρπούς. II 1. τόπος κατάφυτος από ορισμένο είδος φυτών, τόπος φυτεμένος με κάτι: Φυτεία ζαχαροκάλαμου. 2. το σύνολο των φυτών που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτείας — φυτείᾱς , φυτεία planting fem acc pl φυτείᾱς , φυτεία planting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαν — φυτείᾱν , φυτεία planting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτειῶν — φυτεία planting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεῖαι — φυτεία planting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαις — φυτεία planting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείῃ — φυτεία planting fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καφεοφυτεία — η φυτεία με καφεόδεντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφέ α (με συνδετικό φωνήεν ο) + φυτεία (< φυτεία < φυτεύω), πρβλ. βαμβακο φυτεία, σταφιδο φυτεία] … Dictionary of Greek